- δαγμός
- δαγμός, ο (Μ)το δάγκωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δακ- τού δακείν (απαρέμφ. αορ. τού δάκνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δαγμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαγμοῦ — δαγμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαγμούς — δαγμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμί — (Μ δαμίν) επίρρ. λίγο, λιγάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δαγμίον, υποκοριστικό τού δαγμός ή οδαγμός ή αδαγμός «δάγκωμα» (πρβλ. ζωμός ζωμίον, κορμός κορμίον, ψωμός ψωμίον). Αρχικά το επίρρ. δαμί χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει μικρή μπουκιά ή δαγκωματιά] … Dictionary of Greek